- πεμπαδάρχης
- ὁ, Απεμπάδαρχος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεμπάς, -άδος «σώμα από πέντε στρατιώτες» + -άρχης (< ἄρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεμπαδάρχαι — πεμπαδάρχης masc nom/voc pl πεμπαδάρχᾱͅ , πεμπαδάρχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)